ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΣΤΟΝ ΝΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΠΡΩΗΝ


Συγνώμη, σ’ αγαπάω και σε πλήγωσα, αλλά
αγαπάω κάποιον άλλον περισσότερο. Πάντα τον αγαπούσα. Δεν έπαψα ποτέ να τον
σκέφτομαι, να τον ζητώ, να τον νιώθω… μέσα μου, στη ζωή μου, στην καρδιά μου.
Υπήρχε πριν από σένα, πολύ πριν. Προσπάθησα να τον αφήσω πίσω μου, να συνεχίσει
τη ζωή του και εγώ τη δίκια μου. Εκείνος τα κατάφερε μάλλον, ζει όμορφα
μαθαίνω… Ίσως βρήκε κάπου αλλού όσα δεν του έδωσα εγώ. Εγώ όμως έμεινα εκεί. Δε
βρήκα όσα μου έδινε και όλα εκείνα που με έκανε να νιώθω μέσα στην άγια αγκαλιά
του.
Δεν τόλμησα; Δεν έψαξα; Ποιος ξέρει…;;
Έτσι
κυλούσε η ζωή μου για χρόνια, μέχρι που φάνηκες στο δρόμο μου εσύ. Σε γνώρισα.
Δεν ήταν η ομορφιά σου, δεν ήταν τα λόγια σου, μα ίσως η οικειότητα που ένιωσα
στο χαμόγελό σου. Αυτή που με έκανε για λίγο να ξεχαστώ, να αισθανθώ πως ήρθε η
ώρα να φύγω μπροστά, να ζήσω ξανά λίγο από το θαύμα της ζωής που λέγεται
έρωτας, ξεγνοιασιά, ευτυχία. Προσπάθησα αλήθεια. Το πίστεψα. Με πήρες από το χέρι
και ακολούθησα. Είχα ήδη βγάλει μαντήλι να κουνήσω στο παρελθόν και να διώξω
από πάνω μου το μαύρο πέπλο της μελαγχολίας και την αίσθηση του ανολοκλήρωτου.
Γιατί… έτσι ένιωθα μακριά του, ένα ολάκερο μισό. Μισή ζωή, μισή καρδιά, μισό
κορμί. Όλα μισά και μια αγάπη ολόκληρη που κρατούσα κρυμμένη για μένα και για
εκείνον, για τους δυο μας.
Έτοιμη ήμουν το θυμάμαι, σαν και τώρα, να
σε ακολουθήσω όπου με πας, φτάνει να βλέπω το παρελθόν να μικραίνει και να
μακραίνει πίσω μου, καθώς φεύγω για το άγνωστο μαζί σου, μέχρι πια να μη το
βλέπω, να έχει χαθεί στο χθες οριστικά. Και η μοίρα αυτή η αλήτρα πάλι
αποφάσισε για μας, χωρίς εμάς. Ήρθε μπροστά μου ένα βράδυ εκείνος. Τόσο όμορφος,
τόσο αγέρωχος. Μου θύμισε σε ένα δευτερόλεπτο, να όσο διαρκεί ένα κλείσιμο των
βλεφάρων, αυτά που τόσα χρόνια προσπαθούσα μάταια να ξεχάσω.
Η μάχη ξεκίνησε μέσα μου, εσύ ή αυτός. Δεν
με διεκδίκησε, απλά υπήρχε κάπου εκεί. Εσύ όμως με διεκδίκησες και προσωρινά με
κέρδισες. Ήταν ζεστή η αγκαλιά σου, και την είχα ανάγκη αυτή την ζεστασιά, όμως
δεν ήταν ικανή να με κρατήσει εκεί. Η μάχη δεν ήταν δίκαιη μεταξύ σας. Του είχα
δώσει κρυφά όπλα φεύγοντας. Όλα τα μισά εκείνα που μου έλειπαν. Έμοιαζε να
κρατά το γιατρικό της άρρωστης ζωής μου στα χέρια του. Ήξερα, δεν θα μου το
έδινε, όμως εγώ έκανα τα βήματα μακριά σου γιατί θυμήθηκα στα μάτια του τι αγάπησα
περισσότερο στη ζωή μου. Και το που ανήκω. Κι ήταν εκεί που άνηκα πάντα, κι ας είπα
ψέματα στον εαυτό μου, κι ας είπα ψέματα σε σένα. Δεν το ήθελα… Σ’ αγάπησα, σε
πόνεσα, μα δεν γινόταν αλλιώς. Ο δρόμος είχε χαραχτεί χρόνια πριν. Ο προορισμός
ένας, η αγκαλιά του.
Ήξερα πως τίποτα δεν ήταν όπως τότε. Ήξερα
πως δεν θα είναι πια εκεί για μένα, όμως εγώ ήμουν εκεί γι αυτόν. Τι ήθελα
άραγε; Απλά να αργοπεθαίνω στη σκιά του; Ίσως. Με παρακαλούσες, να μη φεύγω
μακριά σου. Μου έδειξες τόσο αγνά και όμορφα την αγάπη σου. Δεν ήξερες, δε σου
μίλησα ποτέ για τις βαθιές μου αλήθειες. Τώρα όμως ξέρεις. Γιατί φεύγω. Γιατί
διάλεξα να πεθάνω στη σκιά μιας παλιάς αγάπης. Γιατί η ζωή μου πάντα θα ανήκει
σε εκείνον. Τα όνειρά μου έχουν το χρώμα των ματιών του, η καρδιά μου τον ήχο
της μηλιάς του, οι αισθήσεις μου την ζεστασιά της μυρωδιάς του και το κορμί μου
εφαρμόζει άψογα με το δικό του, σαν δύο διπλανά κομμάτια από το ίδιο πάζλ.
Η καρδιά διαλέγει, λέει,
μόνη της τον δολοφόνο της. Η δικιά μου τον διάλεξε χρόνια πριν λοιπόν. Και τώρα
που ξέρεις, σώσε την δικιά σου όσο είναι καιρός. Πάρ' την αγκαλιά, και φύγε
μακριά. Θα έκανα το ίδιο τότε, αλλά είχα προλάβει ήδη να την ακουμπήσω με τρόπο
στα δυο του χέρια, χωρίς ποτέ να το καταλάβει. Ζήσε τη ζωή σου όπως σου αξίζει.
Να ζήσω κι εγώ τον θάνατο, εκείνο το γνώριμο, που δεν ξεπέρασα τελικά πότε.
Καλή
συνέχεια... Tώρα ξέρεις. Σ’ αγαπάω. Αλλά συγνώμη που δεν νίκησες το ανίκητο.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου