ΟΣΑ ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΠΟΤΕ, ΦΙΛΕ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ


Σε πήρα μια σταλιά, ίσα που είχες ανοίξει τα μάτια σου
κι ακόμα ανακάλυπτες τον κόσμο γύρω με τη ροζ μυτούλα σου. Μια μπαλίτσα, μια
άσπρη χνουδωτή μπαλίτσα.
Έγινες αμέσως μέλος της οικογένειας μας, παιδί των γονιών
και αδερφάκι δικό μας. Σε αγαπήσαμε με την πρώτη ματιά. Με τη δεύτερη είχες
γίνει κι όλας κομμάτι μας. Το κρεβάτι μου έγινε και δικό σου κι η αγκαλιά μου
το καταφύγιό σου. Σε θέλω κάθε βράδυ δίπλα μου να κοιμάσαι. Αδιανόητο να μην
κοιμάσαι μαζί μου.
Είσαι η πιο γλυκιά μου συντροφιά. Τα μάτια σου κρύβουν
την πιο μεγάλη αλήθεια που αντίκρισα ποτέ στη ζωή μου. Κι αυτή είναι η αγάπη
σου. Η πιο δυνατή, ζεστή και ανόθευτη αγάπη που ένιωσα ποτέ. Στα ξενύχτια μου
ήσουν εκεί, ήσυχος διπλά μου ακουμπισμένος. Στα κλάματά μου να με ξύνεις με τις
πατούσες σου προσπαθώντας να πνίξεις τους λυγμούς μου στα «φιλιά» σου. Θυμάμαι
να γλύφεις τις πληγές μου με τόση υπομονή και τόσο ζήλο σα να ήθελες να τις
κάνεις αμέσως καλά, να μην πονάω πια.
Το σημαντικό, κι αυτό που δεν ξέρω αν μπορέσεις να
καταλάβεις ποτέ, είναι πόσο εύκολα επουλώνεις πάντα τις πληγές μέσα μου. Αυτές
τις πληγές που δεν κλείνουν με κανένα γιατροσόφι, με κανένα φάρμακο, με καμία
άλλη αγκαλιά. Καμία άλλη εκτός από τη δική σου. Αυτή την ατσούμπαλη γεμάτη αγάπη
και λαχτάρα αγκαλιά σου.
Ακόμα κι όταν αποφάσισα να μείνω μόνος, εσύ με
ακολούθησες. Έφυγα πρώτος από το σπίτι μας και μετά από λίγο καιρό σε έφερα εδώ
μαζί μου. Να είμαστε πάλι μαζί. Δεν ξέρεις πόσο μου είχες λείψει. Να ξυπνάμε
και να κοιμόμαστε μαζί. Να με περιμένεις πίσω από την πόρτα κάθε φορά που
γυρίζω από τη δουλειά, τρελαμένος από τη χαρά σου. Να “ζητιανεύεις” συνέχεια μερίδιο
από το δικό μου φαγητό. Να έρχεσαι δίπλα μου και να ξύνεις επιτακτικά το χέρι
μου για να σε χαϊδέψω.
Είσαι ο πιο δικός μου, ο πιο πιστός μου φίλος. Αυτός
που δεν μ αφήνει να κάνω βήμα μακριά του. Θυμάμαι κάθε φορά πώς κάνεις όταν
πιάνω το κλειδί και πρόκειται να φύγω. Χαλάς τον κόσμο. Κλάμα και κακό,
τρεχάλες πάνω-κάτω στο σπίτι, λαχανιάζεις κι έπειτα με κοιτάς μ αυτά τα μάτια
τα φοβισμένα, λες και θα φύγω μακριά σου για πάντα. Λίγες ώρες μόνο είναι και
πάλι μαζί. Πως μπορώ να σε αφήσω για πάντα…;; Μόνο να μπορούσες να καταλάβεις…
Εγώ να αφήσω εσένα για πάντα; Εσένα; Ποτέ! Εσύ είσαι πια εγώ. Σε κουβαλάω μέσα
μου, μαζί μου, στο μυαλό μου, στη σκέψη μου και στην καρδιά μου.
Θέλω να σου πω συγνώμη αν μερικές φορές, ίσως, να μη σε
έκανα να νιώσεις τόσο ασφαλής όσο εγώ στην αγκαλιά σου. Αν σε θεώρησα κάποιες
στιγμές δεδομένο, ενώ ήσουν ο
πολυτιμότερος φίλος που είχα. Συγνώμη που σε μάλωνα όταν έκανες φασαρία ή
αταξίες.
Δεν πειράζει που μου έσκιζες τα ρούχα και τα σεντόνια, που
μου έφαγες τόσα παπούτσια σαν μωρό που ήσουν. Δεν πειράζει που μου κατουρούσες
τα χαλιά όταν σου έλειπα, τάχα για εκδίκηση, ούτε που έγδερνες την πόρτα όταν
έφευγα. Δεν πειράζει που μάζευα τις τρίχες σου από παντού, που έτριβα να
καθαρίσω τον καναπέ ξανά και ξανά. Ακούς; Δεν με πειράζει τίποτα πια. Τίποτα
εκτός από ένα. Μόνο ένα. Όταν δεν θα είμαστε πια μαζί. Που οι μέρες μου θα είναι
άδειες χωρίς εσένα και οι νύχτες μου κρύες χωρίς τη συντροφιά σου. Μόνο αυτό.
Εσύ, ο σκύλος μου, ο αυτοκόλλητος φίλος μου, με έμαθες να
δίνω και όχι να παίρνω, να αγαπώ χωρίς εγωισμό και να βλέπω τον κόσμο μέσα από
τη δικιά σου αθώα ματιά. Μου ξύπνησες τα πιο τρυφερά μου συναισθήματα και
έκανες το «πάντα» να φαντάζει πολύ λίγο για τη δική σου συντροφιά. Φιλίες σαν
κι αυτή περνούν στην αιωνιότητα. Σχηματίζονται σαν άστρα φωτεινά στον ουρανό
που δε σβήνουν ποτέ.
Σ’ αγάπησα πολύ, σ’ αγαπάω και θα σ’ αγαπάω όσο ζω με
όλη τη δύναμη της καρδιάς μου.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου